Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2008

στιχοι Λουδοβικου Των ΑΝΩΓΕΙΩΝ




Στου Μπαρμπαρίγω την αυλή

Ήλιε που βγαίνεις το πρωίκαι βασιλεύγεις βράδυ,σ' όλον τον κόσμο ανάτειλεσ' όλον τον κόσμο λάμψεστου Μπαρμπαρίγω την αυλήήλιε, μην ανατείλειςκι αν ανατείλεις, ήλιε μουνα γοργοβασιλέψειςνα μη βραχούν οι αχτίνες σουαπ' των Ρωμιών τα δάκρυα.

Κόκκινα χείλη εφίλησα

Κόκκινα χείλη εφίλησακι έβαψε το δικό μουκαι στο μαντήλι το σύρακι έβαψε το μαντήλι.και στο ποτάμι το 'πλυνακι έβαψε το ποτάμικι έβαψε η άκρη του γιαλούκι η μέση του πελάγου.Κατέβη αετός να πιει νερόκαι βάψαν τα φτερά τουκι έβαψ' ο ήλιος ο μισόςκαι το φεγγάρι ακέριο.

Φτωχό πουλί κι ανήμπορο

Στίχοι α' στροφής: Μανόλης ΚαλομοίρηςΣτίχοι β' στροφής: Μιχάλης Σταυρακάκης
Για μιαν ορφανή κόρη που πέθαν στα τριάντα της, δύο Ανωγειανοί έγραψαν τις δύο μαντινάδες.

Φτωχό πουλί κι ανήμποροστου πρίνου το ξεράδιεσένα πάλι ο κυνηγόςέβαλε στο σημάδι
Ανάθεμά σε, κυνηγέπου σκότωσες τ' αηδόνικαι μαυροντύθηκ' η αυγήκι αργεί να ξημερώσει.

Η κρυφή αγάπηΤο κρυφό τραγούδησαν πιο πολύ στην Κρήτη, γιατί αυτό ήταν το φανερό τους.

Πόνος δεν είναι να πονείπόνος να φαρμακώνεισαν την αγάπη την κρυφήπου δεν ξεφανερώνει.Για σένα κλαίω και πονώκαι κρυφαναστενάζωμα τέτοιο πόνο με χαρέςχιλιάδες δεν αλλάζω!

Εσιγανέψαν οι καιροί
Πόσες φορές το μέλλον παραχώρησε τη θέση του στην ανάμνηση!

Εσιγανέψαν οι καιροίκαι πάψαν οι ανέμοιπάψαν και μένα οι στράντες μουκόρη απ' την αυλή σου.Μπλιο μου τσ' αυγέςδεν προπατώτις νύχτες δε γυρίζωπαρ' όντεν είμαι μοναχόςκαι θυμηθώ τσ' αγάπης,το πάπλωμα αγκαλιάζομαι.

Κάτασπρο περιστέρι μου
Στίχοι α' στροφής: Νίκος ΔραμουντάνηςΣτίχοι β' στροφής: Αριστείδης Χαιρέτης
Παρότι το εθνικό χρώμα της Κρήτης είναι το μαύρο, το λευκό είναι αγαπημένο.

Κάτασπρο περιστέρι μουάμα συναντηθούμεθαρρώ πως είναι Άνοιξηκαι τα λουλούδια ανθούνε.
Έβαλες πάλι σήμεροντο άσπρο που σου πάεικαι παραπονεθήκανετα λούλουδα του Μάη.

Φωνή και κλάμα άκουσα
Μια μάνα με το γιο της στα πόδια της σκοτωμένο· το πως και το αχόρταγο γιατί...

Φωνή και κλάμα άκουσαστης Μεσσαριάς τον κάμπο.
-Γιε μου, μη σ' ήβρε ο Χάρονταςκαι μαχαιρόσφαξέ σε;Αν σ' ήβρε μες στην εκκλησιάνα μη τη λειτουργήσουν,κι αν σ' ήβρε μες στις γειτονιέςνα μην τες χαιρετήσω,κι αν σ' ήβρε στο περιβόλι μαςνερό να μην του δώσω.-Μάνα, λειτούργα τσ' εκκλησιέςχαιρέτα τους γειτόνουςγια μενα μ' ήβρε ο Χάρονταςσ' τσ' αγάπης μου την πόρτα.

Στης Γραμβούσας τ' ακρωτήρι
Στίχοι Κώστα Μουντάκη

Στης Γραμβούσας τ' ακρωτήριεγλεντούσα μια φοράμ' έμα κρητικό ψαράένα γέρο καπετάνιοπου 'χε βάρκα τη χαράστης Γραμβούσας τα νερά.Πλανεύτρα θάλασσαθάλασσα λεβεντοπνίχτραπουν' ο γέρο-μερακλήςκι ο παλιός τραγουδιστής.Όλα τ' άρμενα αρμενίζουνμε πανιά και με κουπιάμα του Τζέκα τ' αρμενάκιδε ξαναγυρίζει πια.

Μαρμαρωμένο σε θωρώ πωλιό μου
Χανιώτικο μοιρολόι

Μαρμαρωμένο σε θωρώ πωλιό μουαγρίμι τω Μαδάρω και δικό μουπερνάς δεν καταδέχεσαι να μείνειςδεν τα ψηφάς τα δάκρυα εμέ κι εκείνης.Που πας με τέτοιαν Άνοιξη , καλέ μουπου πας με τέτοιον ήλιο, ακριβέ μουπριχού να μπεις στον βουλισμένο Άδηάμε χαιρέτησέ τηνε τη μαύρη.
Κι αν βρεις τη σιδερόπορτα κλεισμένηαπό πίσω στέκει εκείνη δακρυσμένηκαι μελετά το δρόμο το μεγάλονα ξεχωρίσει τον δικό σου ζάλο

Η παραγγελιά
Η μανα φέρνει 'θλιφτή παραγγελιά' κομμένα τα μακριά ξανθά μαλλιά της κόρης της στον σκοτωμένο γαμπρό της και τ' απόθετει στο στήθος του.

Γιε μου, θλιφτή παραγγελιά σου φέρνω από τα όρηπαραγγελιά μιας άμοιρηςπου να 'ρθει δεν εμπόρει.Ξανθά μαλλιά που ανάθρεψατώρα και τόσα χρόνιανα στρώσει προσκεφάλι σουκαι ιδές πως επόδωσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: