Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

Ὁ μεγάλος ποιητὴς Γιῶργος Σεφέρης...


Γιῶργος Σεφέρης - Βιογραφικό

Ὁ μεγάλος ποιητὴς Γιῶργος Σεφέρης, φιλ. ψευδώνυμο τοῦ Γιώργου Σεφεριάδη, γεννήθηκε στὴ Σμύρνη τὸ 1900 καὶ πέθανε στὴν Ἀθήνα τὸ 1971. Ἦταν γιὸς τοῦ διακεκριμένου καθηγητῆ τοῦ Διεθνοῦς δικαιοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Στέλιου Σεφεριάδη. Μετὰ τὴ Μικρασιατικὴ καταστροφή, ἀφήνοντας πλούσιο σπιτικό, ἐγκαταστάθηκε οἰκογενειακῶς στὴν Ἀθήνα. Σπούδασε νομικὰ καὶ πολιτικὲς ἐπιστῆμες στὸ Παρίσι καὶ σταδιοδρόμησε στὸ διπλωματικὸ κλάδο, ὅπου ὑπηρέτησε σὲ διάφορες χῶρες καὶ τέλος ὡς πρεσβευτὴς στὸ Λονδίνο. Ὁ ποιητὴς μεγάλωσε μέσα σὲ προοδευτικὸ δημοκρατικὸ περιβάλλον. Ὁ πατέρας του καθηγητὴς τῆς Νομικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, σύμβουλος Ἐπικρατείας καὶ Ἀκαδημαϊκός, κι ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ θερμοὺς δημοτικιστές, παύτηκε γιὰ τὰ δημοκρατικά του φρονήματα δυὸ φορὲς ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο, τὸ 1920 καὶ τὸ 1938. Ἔτσι, ὁ ποιητὴς γαλουχήθηκε ἀπὸ μικρός με τὰ νάματα τῆς ἐλευθερίας, καὶ τῆς ἐλεύθερης σκέψης.

Ὁ ποιητὴς Γιῶργος Σεφέρης πρωτοπαρουσιάστηκε στὰ ἑλληνικὰ γράμματα μὲ τὴν ποιητικὴ συλλογὴ Στροφὲς στὰ 1931, σὲ 200 ἀντίτυπα ἀριθμημένα. Στὰ 1932 παρουσιάζει τὸ ποίημα Στέρνα, χωρὶς ὄνομα συγγραφέα, ἀλλὰ μὲ τὴν ὑπογραφή του σὲ 50 ἀντίτυπα. Τo 1935, σὲ 150 ἀριθμημένα ἀντίτυπα μᾶς παρουσιάζει τὴν ποιητικὴ συλλογὴ Μυθιστόρημα.
Στὴ συνέχεια δημοσιεύει στὸ περιοδικὸ «Νέα Γράμματα» τὸ ποίημα Γυμνοπαιδία. Τo 1940, σὲ 356 ἀριθμημένα ἀντίτυπα, μᾶς παρουσιάζει τὴ συλλογὴ Τετράδιο Γυμνασμάτων. Τoν ἴδιο χρόνο σὲ 317 ἀριθμημένα ἀντίτυπα μᾶς παρουσιάζει τὴν ποιητικὴ συλλογὴ Ἡμερολόγιο καταστρώματος Α. Τo 1944 τὸ Ἡμερολόγιο καταστρώματος B. Τo 1937 τὴν Κίχλη, καὶ τέλος τὸ 1955 τὸ Ἡμερολόγιο καταστρώματος Γ (μὲ τὸν ὑπότιτλο ... Κύπρον οὗ μ᾿ ἐθέσπισεν...). Ὅλο τὸ παραπάνω ποιητικὸ ἔργο τοῦ Σεφέρη ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν Ἐκδ. οἶκο «Ἴκαρος» μὲ τὸ γενικὸ τίτλο «Ποιήματα», ὄγδοη ἔκδοση 1975.

Κρίνοντας τὸ ἔργο τοῦ ποιητῆ θὰ πρέπει νὰ λάβουμε ὑπόψη μας τὴ βαθύτατη καὶ πλατιὰ μόρφωσή του, ποὺ ξεκινάει ἀπὸ τὴν ἀπόλυτη ἐξοικείωση μὲ τὰ κείμενα τῶν ἀρχαίων, μέσα στὰ ὁποῖα συνάντησε τὰ διδάγματα τῆς αἰώνιας κληρονομιᾶς τοῦ πνεύματος, κι ὕστερα στοὺς ρωμαϊκοὺς καὶ βυζαντινοὺς χρόνους, μέχρι τὸ θρυλικὸ ῾21 καὶ τοὺς διδάχους τῆς γνήσιας ἐθνικῆς παράδοσης, ὅπως τὸν Μακρυγιάννη, τὸν «ἀγράμματο Διδάσκαλο τοῦ Γένους», ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ, ὡς τὸ λαϊκὸ ποιητὴ τῆς ζωγραφικῆς, τὸν Λέσβιο Θεόφιλο. Αὐτὸς «ὁ κόσμος τῆς ρωμιοσύνης» γυρίζει συνέχεια στὸ νοῦ του καὶ αὐτὸν ζεῖ στὰ ὁράματά του καὶ αὐτὸν προσπαθεῖ ν᾿ ἀναστηλώσει μέσ᾿ ἀπὸ τὰ χαλάσματα καὶ τὰ συντρίμμια τῶν ἀνασκαφῶν μὲ τοὺς στίχους τῶν ποιημάτων του.

Κάτοχος τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος καὶ τῶν νέων ἰδεῶν καὶ ρευμάτων τῆς τέχνης, ἔγινε ὁ θερμότερος ὑποστηρικτὴς τῆς ὑπερρεαλιστικῆς ποίησης στὴ χώρα μας, ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸ «Συμβολισμό» τοῦ Γάλλου Πὼλ Κλωντέλ, τοῦ Ἀμερικανοῦ Ἐσδρα Πάουντ καὶ περισσότερο τοῦ Ἀγγλου Τ. Σ. Ἐλιοτ. Ἂν σ᾿ αὐτὰ προσθέσουμε καὶ τὴν πίκρα ποὺ φέρνει μέσα του ὁ ποιητὴς γιὰ τὸν πόνο τοῦ ξεριζωμοῦ, τὸ ὅραμα τοῦ χαμένου πατρογονικοῦ σπιτιοῦ, ποὺ στέγασε τὶς πρῶτες ἐφηβικές του ἀνησυχίες, θὰ καταλάβουμε καλύτερα τὰ λόγια του γιὰ «τὸν καημὸ τῆς ρωμιοσύνης» καὶ τὰ λόγια του ἴδιου: Ἡ μνήμη ὅπου καὶ νὰ τὴν ἀγγίξεις πονεῖ. Γι᾿ αὐτό, σὲ ὁλόκληρο τὸ ποιητικό του οἰκοδόμημα, μὲ ἐπιμονὴ καὶ ὑπομονὴ προσπαθεῖ νὰ πλάσει τὸ τέλειο ὑπόδειγμα τῆς καθαρὰ ἑλληνικῆς ἀρετῆς, ποὺ συνοψίζεται σὲ τοῦτο: τὴν καθαρὴ κρίση, τὸ ἀνθρώπινο θάρρος, τὴν ἀσίγαστη λαχτάρα γιὰ δημιουργία, τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἐλευθερία, καὶ τὴν ἀποφυγὴ κάθε ὑπερβολῆς, μὲ τὴ σημασία ποὺ ἔδιναν οἱ ἀρχαῖοι στὴ λέξη «φρόνημα». Καὶ τοῦτο τὸ ἔκαμε, γιατὶ ὅπως λέει κάπου ὁ ἴδιος: ὁ ἑλληνισμὸς εἶναι δύσκολος, ναὶ μὰ γι᾿ αὐτὸ ἀξίζει τὸν κόπο.

Κοιτάζοντας τὴν ποίηση τοῦ Σεφέρη στὸ σύνολό της, ἀντιμετωπίζομε ἕνα πρόβλημα. Ἂς τὸ δοῦμε ἀπὸ κοντά. Στὴν ποίηση τοῦ Σεφέρη ὑπάρχουν δυὸ ἐναλλασσόμενα πρόσωπα, ποὺ μᾶς πιστοποιοῦν τὸ διχασμὸ τοῦ ποιητῆ. Ὑπάρχουν τὰ ποιήματα τὰ ἁπλὰ καὶ εὐκολονόητα καὶ τὰ ποιήματα τὰ κλειστά, τὰ δύσκολα, τὰ ἑρμητικὰ ποιήματα. Ὅταν τὸ 1931 ὁ Σεφέρης τύπωσε τὴν πρώτη ποιητική του συλλογὴ τὴ Στροφή, ὁ Παλαμᾶς σὲ μιὰ ἐπιστολή του πρὸς τὴ «Νέα Ἑστία» ἔγραψε, πώς: «δυὸ παράγοντες συνιστοῦν τὴν ποιητικὴ γλώσσα: Τὸ παραδομένο, δηλαδὴ τοὺς γνωστούς, δοκιμασμένους ἀπὸ τὰ χρόνια καὶ πολυμεταχειρισμένους τρόπους, καὶ τὸ ἀπαράδεκτο, ὅπου μας παραστέκει ἡ φοβέρα τοῦ ἀσύλληπτου καὶ τοῦ ἀκατανόητου καὶ ὅπου ὁ Σεφέρης βρίσκει τὸ στοιχεῖο του. Τὰ ποιήματα τῆς Στροφῆς εἶναι κρυπτογραφικά. Χρειάζονται κάποιο κλειδὶ ποὺ δὲν τὸ βλέπω». Αὐτὰ εἶπε ὁ Παλαμᾶς γιὰ τὴ Στροφή. Τί θὰ ῾λεγε γιὰ τὶς ἄλλες συλλογὲς τοῦ Σεφέρη; Νὰ ἕνα ἀκόμα πρόβλημα.

Πάντως ὕστερα ἀπὸ τὴν κατάκτηση τῆς νέας ποίησης ἀπὸ τὴν ὑπερρεαλιστικὴ τεχνοτροπία, τὴν διαφοροποίησή της στὸν νεώτερο ποιητικὸ χῶρο καὶ τὴν ἐξοικείωσή μας μὲ τὴν ποιητικὴ γλώσσα τῆς ἐποχῆς μας, ἔχοντας ὑπόψη μας καὶ τὰ μεταγενέστερα ἔργα τοῦ Σεφέρη, δὲν μποροῦμε νὰ δεχτοῦμε τὰ ποιήματα τῆς «Στροφῆς», σὰν κρυπτογραφικά...
... Στὸ περιγιάλι τὸ κρυφὸ
κι ἄσπρο σὰν περιστέρι
διψάσαμε τὸ μεσημέρι
μὰ τὸ νερὸ γλυφό...

Μετὰ τὴ Στροφή, ἀκολούθησε ἡ Στέρνα, ἕνα ποίημα, ποὺ οἱ στίχοι του ἔχουν ἐξαίρετη διαφάνεια καὶ κρυσταλλικὴ καθαρότητα, μὰ ποὺ τὸ νόημά του εἶναι σκοτεινὸ καὶ ἀπαραβίαστο. Ὅσο κι ἂν προσπαθήσουμε νὰ συλλάβουμε τὴ σκέψη τοῦ ποιητῆ, δὲν τὸ κατορθώνουμε. Ἡ Στέρνα - ὅπως καὶ ἡ Κίχλη καὶ τὰ Τρία κρυφὰ ποιήματα, - ἀνήκουν στὴν κατηγορία τῶν ποιημάτων ποὺ δίνουν στοὺς κριτικοὺς ἀνεξάντλητα «πεδία ἑρμηνευτικῶν πιθανοτήτων», χωρὶς ποτὲ νὰ κατορθώνουν ν᾿ ἀποκρυπτογραφήσουν τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς σκέψης τοῦ ποιητῆ καὶ τὸ νόημα τοῦ περιεχομένου τους. Τὸ κλειδὶ τοῦ ἀπλησίαστου αὐτῶν τῶν ποιημάτων μας τὸ δίνει ὁ ἴδιος ὁ ποιητής, ὅταν μας λέει: «Στὸν καιρό μας ἡ ποίηση ἔγινε πιὸ πυκνή, πιὸ ἐλλειπτική, πιὸ δύσκολη, καὶ ὅσο κι ἂν πιστεύω πὼς γιὰ τὸν ἀσκημένο φίλο τῆς τέχνης, τέχνη δύσκολη δὲν ὑπάρχει, αἰσθάνομαι καὶ συμπαθῶ τὴν πίκρα τοῦ αὐτοδίδακτου, ποὺ βλέπει ὅτι ἔρχεται σ᾿ ἐπαφὴ μὲ πολὺ μικρότερο κοινό, παρὰ ἕνας ἠθοποιὸς τοῦ ἐλαφροῦ θεάτρου. Δὲν ἰσχυρίζομαι, ἀκόμα, ὅτι ἄλλη ποίηση, περισσότερο ἀνοιχτὴ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει. Λέω μόνο ὅτι πρῶτα μ᾿ ἐνδιαφέρει ἡ συντήρηση τῆς ποίησης, ἔστω κι ἂν γιὰ τρεῖς μόνους ἀνθρώπους, κι ἔπειτα ἡ πλατύτερη ἐπαφὴ μὲ τὸν κόσμο».

Ἡ δεύτερη ποιητικὴ συλλογή, τὸ Μυθιστόρημα, ὑπῆρξε ἡ ἀποφασιστικὴ στροφὴ τοῦ ποιητῆ Σεφέρη πρὸς τὰ πρωτοποριακὰ ρεύματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἐδῶ ὁ μύθος καὶ οἱ συγκεκριμένες ἱστορικὲς ἐμπειρίες, θὰ γίνουν τὸ σταθερὸ καὶ γονιμοποιὸ στοιχεῖο ὅπως καὶ στὴν κατοπινὴ ποιητική του δημιουργία. Ὅλα τὰ ποιήματα τοῦ Μυθιστορήματος εἶναι ἕνας ἀπόηχος ἀπὸ μνῆμες, ἀναπολήσεις καὶ σπαραγμοὺς τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς, ποὺ δίνονται μὲ δραματικὸ τρόπο, αὐστηρὰ ὀργανωμένη ποιητικὴ τέχνη, ἀπέριττη γλωσσικὴ διαύγεια, γνήσιο λυρισμὸ καὶ ἀπαισιόδοξη πνευματικότητα. «Εἶναι ἕνα εἶδος ποιητικῆς παράστασης - γράφει ὁ Μάρκος Αὐγέρης - ἀνάμεσα στὸ μύθο καὶ στὴν πραγματικότητα, μιὰ αὐτοβιογραφία, ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ ζωὴ τοῦ ποιητῆ, ποὺ ἐκφράζεται μὲ εἰκόνες καὶ σύμβολα». Πάντως καὶ τὸ Μυθιστόρημα εἶναι ἕνα ποιητικὸ σύνολο ποὺ ἀνήκει κατὰ μεγάλο μέρος στὴν κατηγορία τῶν «κλειστῶν» ποιημάτων, ποὺ κι ὁ ἀσκημένος ἀναγνώστης βρίσκεται μπροστὰ σ᾿ ἕνα τόσο πυκνὸ καὶ ἀδιαπέραστο ὑλικό, ὥστε νιώθει σὰν νὰ βρίσκεται ἀβοήθητος μέσα σ᾿ ἕνα ἀπέραντο σκοτεινὸ δάσος. Μὰ καὶ στὴ συνεχιζόμενη ποιητικὴ πορεία τοῦ ποιητῆ μὲ τὸ Τετράδιο Γυμνασμάτων, τὰ Ποιήματα τοῦ Στρατῆ Θαλασσινοῦ καὶ τὰ ποιήματα Σχέδια γιὰ ἕνα καλοκαίρι, τὸ ὕφος εἶναι σχεδὸν ὅμοιο μὲ τῶν ποιημάτων στὸ Μυθιστόρημα. Κάθε λοιπὸν προσπάθεια μονοδιάστατης ἑρμηνείας θὰ ἦταν ἀπαράδεκτη κι ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ποιητή, ὁ ὁποῖος, μὲ κανέναν τρόπο, δὲν θὰ δεχόταν μία τέτοια ἑρμηνεία.

Κι ἐρχόμαστε τώρα στὴν ἐξέταση τῆς ποιητικῆς σειρᾶς Ἡμερολόγιο καταστρώματος Α-Β-Γ. Καὶ στὴ σειρὰ τῶν ποιημάτων «Ἡμερολόγιο καταστρώματος Α» ὑπάρχουν πολλὰ αἰνιγματικὰ καὶ ἀξεδιάλυτα σὰν φαντασίες ὀνείρου. Παρακολουθοῦμε κι ἐδῶ τὶς διαδοχικὲς ἐναλλαγὲς τοῦ «κλειστοῦ» με τὸ «ἀνοιχτό» ποίημα, ποὺ παρ᾿ ὅλη τὴν ἀνανέωση τῆς ἔκφρασης τοῦ ποιητῆ, οἱ γέφυρες τῆς ἐπικοινωνίας, σχεδὸν ἔxoυν κοπεῖ. Τὰ ποιήματα μᾶς παρουσιάζουν εἰκόνες - σύμβολα ποὺ δὲν συλλαβαίνει σχεδὸν κανεὶς τὸ νόημά τους, γιατὶ ἀλλάζουν σὰν σὲ καλειδοσκόπιο καὶ τελειώνουν μὲ μιὰ θαυμαστῆ λυρικὴ διάθεση, ἴδια ἀκατανόητη καὶ ἀξεδιάλυτη.

Στίχοι ἀπὸ τὸ ποίημα: «Les anges sont blancs» (Οἱ ἄγγελοι εἶναι λευκοί):
... Οἱ ἄγγελοι εἶναι λευκοὶ πυρωμένοι λευκοὶ καὶ τὸ μάτι
μαραίνεται ποὺ θὰ τoυς ἀντικρίσει
καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος πρέπει νὰ γίνεις σὰν τὴν
πέτρα, ὅταν γυρεύεις τὴ συναναστροφή τους,
κι ὅταν γυρεύεις τὸ θαῦμα πρέπει νὰ σπείρεις τὸ αἷμα σου
στὶς ὀχτὼ γενιὲς τῶν ἀνέμων,
γιατὶ τὸ θαῦμα δὲν εἶναι πουθενὰ παρὰ κυκλοφορεῖ μέσα
στὶς φλέβες τοῦ ἄνθρωπου

Μὰ καὶ τὸ ἄλλο μὲ τὸν τίτλο: «Ἡ ἀπόφαση τῆς λησμονιᾶς», ἴδια γραφικά, γεμάτο εἰκόνες, καὶ σκέψεις γιὰ μᾶς τελείως ἀπόκρυφες...
... Μήτε θυμᾶσαι διαβάζοντας τὰ ψηφία μας πάνω στὶς πέτρες.
Ὡστόσο μένεις ἐκστατικὸς μαζὶ μὲ τ᾿ ἀρνιά σου
ποὺ μεγαλώνουν τὸ σῶμα σου μὲ τὸ μαλλί τους
τώρα νιώθεις στὶς φλέβες σου μιὰ βοὴ θυσίας.

Πῶς νὰ ὀνομάσουμε ὅλα αὐτά; Τὸ σωστότερο θὰ ἦταν νὰ λέγαμε πὼς εἶναι μιὰ ὁμιλία τοῦ ποιητῆ μὲ τὸν ἑαυτό του, χωρὶς καμιὰ βούληση ἐπικοινωνίας. «Φυσικά, ἡ ποίηση τοῦ Σεφέρη - παρατηρεῖ ὁ Ἄνδρεας Καραντώνης - ἀπόσταγμα μακροχρόνιων πνευματικῶν βιώσεων καὶ συμβολικῶν συνδυασμῶν ποὺ γίνονται στὰ σκοτεινά, ὅπως τῶν μάγων, ἀποτείνεται σ᾿ ἕνα κοινὸ καλλιεργημένων, πολὺ μορφωμένων ἀτόμων, καὶ εἰδικότερα, σὲ μιὰ κατηγορία ἀναγνωστῶν ποὺ ἔχουν ἐξοικειωθεῖ μὲ ὅλα τὰ μυστικὰ τοῦ μοντέρνου ποιητικοῦ λόγου καὶ τῆς περίπλοκης ψυχολογίας τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου...».

Τὸ Ἡμερoλόγιο καταστρώματος Β εἶναι γεμάτο ἀπὸ εἰκόνες κι αἰσθήματα ἀπὸ τὴν πλανητικὴ ζωὴ τοῦ ποιητῆ. Ἀλλοῦ σατιρικὸς κι ἀλλοῦ πικρόχολος γιὰ ὅσα συμβαίνουν γύρω του, γίνεται ὁ τιμητὴς τοῦ πολιτικοῦ καὶ κοινωνικοῦ ἐκτροχιασμοῦ τῆς ἐποχῆς του, χωρὶς ν᾿ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὶς παραλλαγὲς τῆς ψυχικῆς του διάθεσης, γύρω ἀπὸ τὶς ἔγνοιες τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Ἡ φρίκη τῆς πραγματικότητας ποὺ ζήσαμε στὸν πόλεμο τοῦ 40-45 διατυπώνεται ἐπιγραμματικὰ στὸ τρίτο ποίημα τῆς «Κίχλης»:
... Χῶρες τοῦ ἥλιου ποὺ δὲν μπορεῖτε ν᾿ ἀντικρίσετε τὸν ἥλιο.
Χῶρες τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν μπορεῖτε ν᾿ ἀντικρίσετε τὸν ἄνθρωπο...

Ἂς δοῦμε τώρα μὲ συντομία καὶ τὸ Ἡμερολόγιο καταστρώματος Γ, ποὺ ἀναφέρεται ὁλόκληρο στὴν Κύπρο.

Ὁ ποιητὴς ἐπισκέφτηκε τὸ νησὶ τῆς Ἀφροδίτης τὸ 1953 καὶ 1954, στὰ χρόνια ποὺ ζητοῦσε ἀπεγνωσμένα τὴν ἐλευθερία του ἀπὸ τοὺς Ἀγγλους. Κι ὅμως, ἂν ἀφαιρέσουμε μερικὲς ὑποτονικές, ἄτολμες, καὶ ὑπαινικτικὲς ἀναφορές, γιὰ νὰ μὴ θίξει τοὺς δυνάστες, στὸ ποίημα «Ἡ Σαλαμίνα τῆς Κύπρου», δὲν βλέπουμε πουθενὰ στὰ ἄλλα ποιήματά του τὴ φωνὴ τοῦ ἐθνικοῦ ποιητῆ - ὅπως θὰ ἔκανε ὁ Σολωμός, ὁ Κάλβος, ὁ Παλαμᾶς - ποὺ νὰ θέλει νὰ τονώσει ἕναν ὁλόκληρο λαὸ στὴ διαμαρτυρία του γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς λευτεριᾶς του. Ἡ ἐθνικὴ πλευρὰ τοῦ αἰτήματος τοῦ ἀδούλωτου Κυπριακοῦ λαοῦ δὲν στάθηκε τὸ κίνητρό του. Μήπως τὸν ἐμπόδισαν οἱ πολλὲς φιλίες του ἢ ἡ διπλωματική του ἰδιότητα; Πάντως τὸν παράσυραν οἱ παλιὲς μόνο μνῆμες γιὰ τὴν Ἑλένη τῆς Τροίας, ὅπως παρουσιάζει τὸ μύθο ὁ Εὐριπίδης καὶ οἱ ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸ Κυπριακὸ «χρονικὸ τοῦ Μαχαιρᾶ», ποὺ καμιὰ σχέση δὲν εἶχαν μὲ τὸ καυτὸ πρόβλημα τῆς Κύπρου ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Ὅλες οἱ μεγαλαυχίες καὶ βαθυνούστατες τάχα ἀναλύσεις μερικῶν κριτικῶν, ποὺ θηρεύουν στὰ ἀνεξάντλητα «πεδία τῶν πιθανοτήτων» δὲν πείθουν κανένα πιά. Ὁ ποιητὴς Γιῶργος Σεφέρης δὲν θέλησε νὰ γίνει ὁ νέος βάρδος τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Στὴν Κύπρο δὲν εἶδε, παρὰ τ᾿ ἀρχαῖα φαντάσματα - ὅπως στὸ ποίημα «Ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης» - ποὺ τ᾿ ἀνακαλεῖ ἀπὸ τὴν αἰωνία σιωπή, ἀνακατεύοντας ἀλλοτινὲς καὶ τωρινὲς μνῆμες μὲ τὸν ἴδιο πάντα «καημὸ τῆς Ρωμιοσύνης» καὶ τῆς τρισένδοξης ἱστορίας μας. Στὰ ποιήματα γιὰ τὴν Κύπρο, κυριευμένος ἀπὸ ἕνα αἴσθημα ψυχικῆς εὐφροσύνης, μπροστὰ στὶς ὀμορφιὲς τοῦ φυσικοῦ περίγυρου τοῦ νησιοῦ, μᾶς δίνει εἰκόνες φυσικῆς ὀμορφιᾶς ἀνεπανάληπτης πλαστικότητας.

Δὲν θὰ ἦταν ἄσκοπο νὰ ποῦμε ἐδῶ δυὸ λόγια γιὰ τοὺς τόσο πεζοὺς τίτλους τῶν ποιητικῶν συλλογῶν του. Ὁ ἴδιος ὁ ποιητὴς μᾶς ἐξηγεῖ τὸν τίτλο τῆς συλλογῆς του Μυθιστορήματα: «Εἶναι τὰ δυὸ συνθετικὰ ποὺ μ᾿ ἔκαναν νὰ διαλέξω τὸν τίτλο αὐτῆς τῆς ἐργασίας, Μύθος, γιατὶ χρησιμοποίησα ἀρκετὰ φανερὰ μιὰν ὁρισμένη μυθολογία, Ἱστορία, γιατὶ προσπάθησα νὰ ἐκφράσω, μὲ κάποιον εἱρμό, μιὰ κατάσταση τόσο ἀνεξάρτητη ἀπὸ μένα ὅσο καὶ τὰ πρόσωπα ἑνὸς μυθιστορήματος». Ὅσο γιὰ τὰ τρία Ἡμερολόγια καταστρώματος, γράφει: «Τό, κατάστρωμα δὲν εἶναι δικό μου, καθόλου δικό μου, εἶναι μιὰ κινούμενη πλατεία, ὅπου πέρασα κι ἐγώ, ἀλλὰ καὶ πολὺς κόσμος καὶ ὁ ἀέρας κι ἡ βροχὴ καὶ τ᾿ ἀνθρώπινα σώματα κι ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος ποὺ πηγαίνει κλαίοντας, εἰκόνα πολλῶν ἀνθρώπων, κάμποσο γκροτέσκα, ποὺ ἔτυχε νὰ συναντήσω στὸ κατάστρωμά μου».

Κατάστρωμα λοιπὸν εἶναι ὁ ἀνοιχτὸς χῶρος κι ἐκεῖ ὁ ποιητὴς ἔρχεται σὲ συνάφεια μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ζεῖ μαζί τους τὰ πάθη τους καὶ τὶς περιπέτειές τους καὶ συμμερίζεται τὶς θλίψεις στὶς δραματικὲς συνθῆκες τῆς ζωῆς τοῦ ἄλλου. Ἔτσι κατάστρωμα σημαίνει: χρόνος, μύθος, ἱστορία, ἔξοδος ἀπὸ τὸ «Ἐγώ», ταύτιση τοῦ Ἐγὼ μὲ τὸ Ἐμεῖς, σημαίνει ἀλληλεγγύη, μιὰ λέξη ποὺ τόσο ἀγαποῦσε ὁ Σεφέρης.

Τέλος σημειώνουμε μὲ ἐνδιαφέρον, τὴν ἔκδοση μιᾶς ἀκόμα ποιητικῆς συλλογῆς τοῦ Γιώργου Σεφέρη, ποὺ βρέθηκε στὰ χαρτιά του μετὰ τὸ θάνατό του, Τετράδιο Γυμνασμάτων Β, 1976, μὲ φιλολογικὴ ἔπιμελειά του καθηγητῆ Γ. Π. Σαββίδη. Περιλαμβάνει 74 ποιήματα, 30 ἀπὸ τὰ ὁποῖα δημοσιεύονταν γιὰ πρώτη φορά, καθὼς καὶ βιβλιογραφικὲς καὶ ἑρμηνευτικὲς σημειώσεις. Πράγματι τὸ Τετράδιο Γυμνασμάτων Β μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἕνα οὐσιαστικὸ συμπλήρωμα τοῦ κυρίου σώματος, τῶν «Ποιημάτων» τοῦ Σεφέρη, καὶ ἕνα ἀπαραίτητο βοήθημα γιὰ κάθε μελετητὴ τῆς πολύτροπης ποιητικῆς του ἐξέλιξης.

Μὰ κάποτε ἔφτασε καὶ ἡ μεγάλη στιγμὴ γιὰ τὸν ποιητή, ὅταν ἦρθε ἀντιμέτωπός με τὸ χρέος του καὶ δὲν σώπασε. Μὲ τὴ γνωστὴ δήλωσή του ἐνάντια στὴν τυραννία τῆς πατρίδας του συγκίνησε ὅλες τὶς καρδιὲς τῶν Ἑλλήνων, κι ἔδωσε φτερὰ στὴν ἀγωνιστικὴ διάθεση τῆς νεολαίας τῆς πατρίδας του. Τὸ 1970 καὶ τὸ 1971 μὲ τὰ δυὸ κορυφαῖα ποιήματά του: «Οἱ Γάτες τ᾿ Ἅι-Νικόλα» καὶ «Ἐπὶ Ἀσπαλάθων», χάραξε γιὰ πάντα τ᾿ ὄνομά του στὸν τύμβο τῆς ἐλευθερίας.

Ὁ θάνατός του συντάραξε ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα, διότι στὸ πρόσωπό του δὲν εἶδε μόνο τὸν ποιητή, ἀλλὰ τὸν ἀκατάβλητο πολεμιστή, ποὺ μάχεται στὶς ἐπάλξεις τοῦ Ἔθνους γιὰ τὴ σωτηρία τῆς Ἑλλάδας, τῆς ἀνθρωπιᾶς καὶ τῆς Ἐλευθερίας. Ἡ στάση ποὺ τὸν βρῆκε ὁ θάνατος ἦταν ἡ ὄρθια στάση τοῦ ὑπεύθυνου πνευματικοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἡγέτη καὶ Ἐθνικοῦ ποιητῆ.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ποίηση, ὁ Σεφέρης ἔχει κάμει μεταφράσεις ξένων ποιητῶν καὶ κυρίως τοῦ Τ. Σ. Ἔλιοτ. Ἐπίσης, μετάφρασε κατὰ ἀριστοτεχνικὸ τρόπο ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη τὸ Ἆσμα Ἀσμάτων καὶ ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη τὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη. Ἀκόμα ἔγραψε ἀξιόλογα δοκίμια γιὰ διάφορα ζητήματα τῆς τέχνης, γιὰ τὸ κρητικὸ ἀριστουργηματικὸ ποίημα Ἐρωτόκριτος καὶ τὸ δοκίμιο Διάλογος γιὰ τὴν ποίηση μεταξὺ Γ. Σεφέρη καὶ Κ. Τσάτσου. Τέλος διάφορα ἄρθρα, «Ἡμερολόγια» καὶ μελέτες ποὺ ἐκδόθηκαν μετὰ τὸ θάνατό του, σὲ δυὸ τόμους μὲ τὸν τίτλο Δοκιμές, φιλ. ἐπιμέλεια τοῦ καθηγητῆ Γ. Π. Σαββίδη.

Τὸ πόσο προσέχει ὁ Σεφέρης στὴν κατασκευὴ τοῦ λόγου του φαίνεται στὸ δοκίμιο γιὰ τὸν Μακρυγιάννη. Τρία εἶναι τὰ γνωρίσματά του. Ἡ διαλεγμένη λέξη ποὺ σιγὰ-σιγὰ γίνεται φράση· ἕνα μικρὸ ἀλλὰ ζυγισμένο καὶ καλὰ στημένο οἰκοδόμημα· τὸ ἀξιόλογο περιεχόμενό του καὶ ἡ προβολή του μὲ τὸ προσωπικὸ ὕφος. Στὸν Μακρυγιάννη στέκεται μὲ θαυμασμὸ μπροστὰ στὸν γνήσιο δημοτικὸ λόγο τῶν «Ἀπομνημονευμάτων» του, στὸν ἄμεσο καὶ φαινομενικὰ ἀνώμαλο, καὶ χωρὶς κανένα δισταγμὸ ὀνομάζει πρῶτο πεζογράφο μας τὸ συγγραφέα τους - «γιατὶ τὸν νομίζει σὰν ἕνα μεγάλο διδάσκαλο τῆς γλώσσας μας».

Ὁ Σεφέρης τιμήθηκε μὲ πολλὰ βραβεῖα, ἑλληνικὰ καὶ ξένα καὶ τὸ 1963 τοῦ ἀπονεμήθηκε τὸ Βραβεῖο Νόμπελ τῆς Λογοτεχνίας, ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ ἀπένειμε ἡ Σουηδικὴ Ἀκαδημία σὲ Ἕλληνα συγγραφέα.
Ἔργα

Ποιήματα
Στροφὴ (1931)
Ἡ Στέρνα (1932)
Μυθιστόρημα (1935)
Γυμνοπαιδία (1936)
Τετράδιο Γυμνασμάτων (1940)
Ἡμερολόγιο καταστρώματος Α´ (1940)
Ἡμερολόγιο καταστρώματος Β´ (1944-1945)
Κίχλη (1947)
Ἡμερολόγιο καταστρώματος Γ´ (1955)
Τρία κρυφὰ Ποιήματα (1966)
Τετράδιο Γυμνασμάτων Β(1976)
Δοκίμια, Ἀλληλογραφία, Ἡμερολόγια
Διάλογος πάνω στὴν ποίηση (1939)
Δοκιμὲς (1944)
Ἐρωτόκριτος (1944)
Οἱ ὦρες τῆς κυρίας Ἐρσης (γιὰ τὸ ὁμώνυμο ἔργο τοῦ Ν. Γ. Πεντζίκη μὲ τὸ ψευδώνυμο Ἰγνάτης Τρελός) (1973)
Ἕξι νύχτες στὴν Ἀκρόπολη (1925-1927) (1973)
Ἀλληλογραφίες

Ἀλληλογραφία (Γ. Θεοτοκᾶ-Γ. Σεφέρη 1930-1966) (1975)
Ἀλληλογραφία (Ἄδ. Διαμαντή-Γ. Σεφέρη 1953-1970) (1988)
Ἀλληλογραφία (Γ. Σεφέρη-Ἀ. Καραντώνη 1931-1960) (1989)
Ἀλληλογραφία (Σεφέρης καὶ Μαρὼ 1936-1940) (1989)
Ἀλληλογραφία (Γ. Σεφέρη-Λορεντζάτου 1948-1968) (1990)
Ἡμερολόγια

Χειρόγραφο Σεπτ. 41 (1972)
Μέρες τοῦ 1945-51 (1973)
Μέρες Α (16-2-1925 ὡς 17-8-1931) (1975)
Μέρες Β (24-8-1931 ὡς 12-2-1934) (1975)
Μέρες Γ (16-4-1934 ὡς 14-12-1940) (1977)
Μέρες Δ (1977)
Μέρες Ε (1977)
Μέρες ΣΤ (1986)
Μέρες Ζ (1990)
Πολιτικὸ Ἡμερολόγιο Α (1973)
Πολιτικὸ Ἡμερολόγιο Β (1973)
Μεταφράσεις

Τ. Σ. Ἐλιοτ (1936)
Ἡ ἔρημη χώρα - Τ. Σ. Ἐλιοτ (1940)
Φονικὸ στὴν Ἐκκλησιὰ (1963)
Ἀντιγραφὲς - Yeats, Gide, Valery (1965)
Ἆσμα Ἀσμάτων (1965)
Ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη (1966)
Γιῶργος Σεφέρης (1900 - 1971)



Γιῶργος Σεφέρης - Ὁμιλία κατὰ τὴν ἀπονομὴ τοῦ Νόμπελ Λογοτεχνίας στὴ Στοκχόλμη

Τούτη τὴν ὥρα αἰσθάνομαι πὼς εἶμαι ὁ ἴδιος μία ἀντίφαση. Ἀλήθεια, ἡ Σουηδικὴ Ἀκαδημία, ἔκρινε πὼς ἡ προσπάθειά μου σὲ μία γλώσσα περιλάλητη ἐπὶ αἰῶνες, ἀλλὰ στὴν παροῦσα μορφή της περιορισμένη, ἄξιζε αὐτὴ τὴν ὑψηλὴ διάκριση. Θέλησε νὰ τιμήσει τὴ γλώσσα μου, καὶ νὰ - ἐκφράζω τώρα τὶς εὐχαριστίες μου σὲ ξένη γλώσσα. Σᾶς παρακαλῶ νὰ μοῦ δώσετε τὴ συγνώμη ποὺ ζητῶ πρῶτα -πρῶτα ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου.

Ἀνήκω σὲ μία χώρα μικρή. Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στὴ Μεσόγειο, ποὺ δὲν ἔχει ἄλλο ἀγαθὸ παρὰ τὸν ἀγώνα τοῦ λαοῦ, τὴ θάλασσα, καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Εἶναι μικρὸς ὁ τόπος μας, ἀλλὰ ἡ παράδοσή του εἶναι τεράστια καὶ τὸ πράγμα ποὺ τὴ χαρακτηρίζει εἶναι ὅτι μας παραδόθηκε χωρὶς διακοπή. Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα δὲν ἔπαψε ποτέ της νὰ μιλιέται. Δέχτηκε τὶς ἀλλοιώσεις ποὺ δέχεται καθετὶ ζωντανό, ἀλλὰ δὲν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Ἄλλο χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς παράδοσης εἶναι ἡ ἀγάπη της γιὰ τὴν ἀνθρωπιά, κανόνας της εἶναι ἡ δικαιοσύνη. Στὴν ἀρχαία τραγωδία, τὴν ὀργανωμένη μὲ τόση ἀκρίβεια, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ξεπερνᾶ τὸ μέτρο, πρέπει νὰ τιμωρηθεῖ ἀπὸ τὶς Ἐρινύες.

Ὅσο γιὰ μένα συγκινοῦμαι παρατηρώντας πῶς ἡ συνείδηση τῆς δικαιοσύνης εἶχε τόσο πολὺ διαποτίσει τὴν ἑλληνικὴ ψυχή, ὥστε νὰ γίνει κανόνας τοῦ φυσικοῦ κόσμου. Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς διδασκάλους μου, τῶν ἀρχῶν τοῦ περασμένου αἰώνα, γράφει: «... θὰ χαθοῦμε γιατί ἀδικήσαμε ...». Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀγράμματος. Εἶχε μάθει νὰ γράφει στὰ τριάντα πέντε χρόνια τῆς ἡλικίας του. Ἀλλὰ στὴν Ἑλλάδα τῶν ἡμερῶν μας, ἡ προφορικὴ παράδοση πηγαίνει μακριὰ στὰ περασμένα ὅσο καὶ ἡ γραπτή. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ποίηση. Εἶναι γιὰ μένα σημαντικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Σουηδία θέλησε νὰ τιμήσει καὶ τούτη τὴν ποίηση καὶ ὅλη τὴν ποίηση γενικά, ἀκόμη καὶ ὅταν ἀναβρύζει ἀνάμεσα σ᾿ ἕνα λαὸ περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πὼς τοῦτος ὁ σύγχρονος κόσμος ὅπου ζοῦμε, ὁ τυραννισμένος ἀπὸ τὸ φόβο καὶ τὴν ἀνησυχία, τὴ χρειάζεται τὴν ποίηση. Ἡ ποίηση ἔχει τὶς ρίζες της στὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα - καὶ τί θὰ γινόμασταν ἂν ἡ πνοή μας λιγόστευε; Εἶναι μία πράξη ἐμπιστοσύνης - κι ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει ἂν τὰ δεινά μας δὲν τὰ χρωστᾶμε στὴ στέρηση ἐμπιστοσύνης.

Παρατήρησαν, τὸν περασμένο χρόνο γύρω ἀπὸ τοῦτο τὸ τραπέζι, τὴν πολὺ μεγάλη διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς ἀνακαλύψεις τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης καὶ στὴ λογοτεχνία. Παρατήρησαν πὼς ἀνάμεσα σ᾿ ἕνα ἀρχαῖο ἑλληνικὸ δράμα καὶ ἕνα σημερινό, ἡ διαφορὰ εἶναι λίγη. Ναί, ἡ συμπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου δὲ μοιάζει νὰ ἔχει ἀλλάξει βασικά. Καὶ πρέπει νὰ προσθέσω πὼς νιώθει πάντα τὴν ἀνάγκη ν᾿ ἀκούσει τούτη τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ ποὺ ὀνομάζουμε ποίηση. Αὐτὴ ἡ φωνὴ ποὺ κινδυνεύει νὰ σβήσει κάθε στιγμὴ ἀπὸ στέρηση ἀγάπης καὶ ὁλοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει ποὺ νἄ ῾βρει καταφύγιο, ἀπαρνημένη, ἔχει τὸ ἔνστικτο νὰ πάει νὰ ριζώσει στοὺς πιὸ ἀπροσδόκητους τόπους. Γι᾿ αὐτὴ δὲν ὑπάρχουν μεγάλα καὶ μικρὰ μέρη τοῦ κόσμου. Τὸ βασίλειό της εἶναι στὶς καρδιὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς. Ἔχει τὴ χάρη ν᾿ ἀποφεύγει πάντα τὴ συνήθεια, αὐτὴ τὴ βιομηχανία. Χρωστῶ τὴν εὐγνωμοσύνη μου στὴ Σουηδικὴ Ἀκαδημία ποὺ ἔνιωσε αὐτὰ τὰ πράγματα, ποὺ ἔνιωσε πὼς οἱ γλῶσσες, οἱ λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δὲν πρέπει νὰ καταντοῦν φράχτες ὅπου πνίγεται ὁ παλμὸς τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς, ποὺ ἔγινε ἕνας Ἄρειος Πάγος ἱκανὸς νὰ κρίνει μὲ ἀλήθεια ἐπίσημη τὴν ἄδικη μοίρα τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ θυμηθῶ τὸν Σέλλεϋ, τὸν ἐμπνευστή, καθὼς μᾶς λένε, τοῦ Ἀλφρέδου Νομπέλ, αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ μπόρεσε νὰ ἐξαγοράσει τὴν ἀναπόφευκτη βία μὲ τὴ μεγαλοσύνη τῆς καρδιᾶς του.

Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο, ποὺ ὁλοένα στενεύει, ὁ καθένας μας χρειάζεται ὅλους τοὺς ἄλλους. Πρέπει ν᾿ ἀναζητήσουμε τὸν ἄνθρωπο, ὅπου καὶ νὰ βρίσκεται.

Ὅταν στὸ δρόμο τῆς Θήβας, ὁ Οἰδίπους συνάντησε τὴ Σφίγγα, κι αὐτὴ τοῦ ἔθεσε τὸ αἴνιγμά της, ἡ ἀπόκρισή του ἦταν: ὁ ἄνθρωπος. Τούτη ἡ ἁπλὴ λέξη χάλασε τὸ τέρας. Ἔχουμε πολλὰ τέρατα νὰ καταστρέψουμε. Ἂς συλλογιστοῦμε τὴν ἀπόκριση τοῦ Οἰδίποδα.

(11 Δεκεμβρίου 1963)
ΠΗΓΗ-www.phys.uoa.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: